Ἀβαντίδα

Ἀβαντίδα
Ἀβαντίδᾱ , Ἀβαντίδης
masc nom/voc/acc dual (doric)
Ἀβαντίδᾱ , Ἀβαντίδης
masc gen sg (doric aeolic)
Ἀβαντίς
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀβαντίδας — Ἀβαντίδᾱς , Ἀβαντίδης masc acc pl (doric) Ἀβαντίδᾱς , Ἀβαντίδης masc nom sg (epic doric aeolic) Ἀβαντίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀβαντίδαν — Ἀβαντίδᾱν , Ἀβαντίδης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρατος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… …   Dictionary of Greek

  • αρατός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”